- λιθόσφαιρα
- ητα στερεά πετρώματα που αποτελούν το φλοιό της Γης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιθόσφαιρα — Το εξώτατο και στερεό περίβλημα της Γης. Σύμφωνα με την υπόθεση του Γκόλντσμιτ σχετικά με την εσωτερική δομή της Γης, η λ. θα πρέπει να έχει πάχος περίπου 1.200 χλμ. και να αποτελείται στο κατώτερο μέρος της από σίμα (sima), δηλαδή από πυριτικά… … Dictionary of Greek
λιθοσφαιρικές πλάκες — Τα τμήματα (έξι μεγάλα και αρκετά μικρότερα) στα οποία είναι χωρισμένη η λιθόσφαιρα (βλ. λ.) της Γης. Οι μεγαλύτερες λ.π. είναι η ευρασιατική, η ειρηνική, η βορειοαμερικανική, η νοτιοαμερικανική, η αφρικανική, η ανταρκτική και η ινδο αυστραλιανή … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
γεωχημεία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της χημικής σύνθεσης της Γης. Κύριοι σκοποί της είναι: α) να καθορίσει την ποσοτική αναλογία των διαφόρων χημικών στοιχείων πάνω στη Γη, τόσο στη φυσική τους κατάσταση όσο και μέσα στις ενώσεις τους· β) να… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
λιθοσφαιρικός — ή, ό γεωλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθόσφαιρα 2. φρ. «λιθοσφαιρική πλάκα» τεκτονική ενότητα, παγκόσμιας κλίμακας, που αποτελεί σφαιρικό κάλυμμα με άκαμπτη μηχανική συμπεριφορά και με πάχος 100 περίπου χιλιόμετρα, αλλ. τεκτονική πλάκα … Dictionary of Greek
μετεωρολογία — Επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα (άλλοτε γνωστά ως μετέωρα), τα οποία λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα της Γης και τους νόμους που τα καθορίζουν (ως ατμόσφαιρα της Γης μπορούμε να ορίσουμε το αεριώδες στρώμα που την περιβάλλει και συμμετέχει … Dictionary of Greek
ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… … Dictionary of Greek